- μοσχόπαπια
- ηζωολ. είδος αγριόπαπιας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. musk duck, συντμ. τ. τού muscovy duck < Μuscovy, αρχ. ηγεμονία τής Μόσχας (< μσν. λατ. Μuscovia) + duck: «πάπια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.